Του Γιώργου Π. Τριανταφυλλόπουλου
Πηγή: www.aristeroblog.gr
Σημείωση: Αν η ευκρίνεια των σχημάτων και πινάκων δεν είναι ικανοποιητική συνδεθείτε στο http://eparistera.blogspot.gr/
Καθώς έχουν περάσει τριάντα χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, και σημερινή ΕΕ, είναι νομίζω αρκετό το χρονικό διάστημα για να εξετάσουμε το αν η πολιτική αυτή απόφαση των πολιτικών εκπροσώπων της ελληνικής αστικής τάξης ήταν επωφελής για την οικονομία και για τους Έλληνες εργαζόμενους.
Η σύνδεση της κατάστασης της οικονομίας με το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων δεν είναι φυσικά κάτι που γίνεται βέβαια αυτόματα και αδιαμεσολάβητα μια και διαμεσολαβείται από την πολιτική και την ταξική πάλη.
Γενικά πάντως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγής και του πλούτου, έστω και διαμεσολαβημένα, έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων από τη μια και από την άλλη επιτρέπει τη δημιουργία των αντικειμενικών εκείνων συνθηκών για τη μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.
Και όχι μόνο αυτό. Σε συνθήκες κρίσεις, κάτι γενικά συνηθισμένο στον καπιταλισμό, το επίπεδο ανάπτυξης και η δομή της οικονομίας καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τόσο το βάθος της κρίσης και το χρόνο ανάκαμψης όσο και το πλήγμα που θα δεχτούν οι εργαζόμενοι.
Η σημερινή παγκόσμια γενικευμένη κρίση του καπιταλισμού κάνει τα παραπάνω ιδιαίτερα πρόδηλα αλλά φανερώνει ταυτόχρονα και τον εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα της τωρινής κρίσης. Μέσα στα παραπάνω πλαίσια η νηφάλια, αλλά καθόλου αποϊδεολογικοποιημένη, επανεξέταση των δεδομένων και των αποτελεσμάτων της τριαντάχρονης παρουσίας της Ελλάδος στην ΕΕ είναι εντελώς επιβεβλημένη, ιδιαίτερασήμερα που τα πράγματα επανακαθορίζονται στις συνειδήσεις των Ελλήνων εργαζόμενων και των κατώτερων εισοδηματικά τμημάτων των μικροαστών.
Σε μια χώρα με μια ώριμη και «κανονική» καπιταλιστική αστική τάξη το πολιτικό προσωπικό της θα είχε ήδη αξιολογήσει τα αποτελέσματα της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ από τη μεριά του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του κεφαλαίου φυσικά. Η ελληνική αστική τάξη κομπραδόρικη, κρατικοδίαιτη και εξαρτημένη ιστορικά από τους ξένους προστάτες αρκείται στο ρόλο του σφουγγοκωλάριου του διεθνούς κεφαλαίου αρκεί να γλύφει κι αυτή κάτι από την υπερεκμετάλλευση των εργαζόμενων. Το επίπεδο και η επάρκεια των πολιτικών και πνευματικών εκπροσώπων της ελληνικής αστικής τάξης είναι ακόμη χαμηλότερο και από αυτό της τάξης που εκπροσωπούν. Είναι απλά ημιαγράμματοι καραγκιόζηδες. Από τη μεριά της αριστεράς τώρα αν και είχαν γίνει και γίνονται προσπάθειες για την κριτική αποτίμηση των αποτελεσμάτων της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ, από τη μεριά των συμφερόντων των εργαζόμενων, η προσπάθεια αυτή είναι αποσπασματική και εν πολλοίς γενική και περισσότερο πολιτική και ιδεολογική.
Στα παρακάτω θα γίνει μια προσπάθεια να αποτυπωθούν τα αποτελέσματα της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ στην οικονομία και στους εργαζόμενους. Πριν προχωρήσουμε όμως είναι καλό να θυμηθούμε λίγο τους λόγους που προέβαλαν οι πολιτικές δυνάμεις του αστισμού για τα οφέλη από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ. Ουσιαστικά οι λόγοι χωρίζονταν σε δύο σκέλη. Το πρώτο ήταν πολιτικό και αναφερόταν στην εμπέδωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα μέσα από το λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο και η αμυντική θωράκιση της Ελλάδας έναντι εξωτερικών απειλών και ιδιαίτερα αυτής της Τουρκίας. Στα δύο παραπάνω έχουμε να σημειώσουμε πως όσον αφορά τη δημοκρατία αυτή κατακτάται και θωρακίζεται από τους ίδιους τους λαούς και δεν επιβάλλεται από εξωτερικές δυνάμεις.
Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι πως η δημοκρατία, έστω κι αυτή η κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία, δέχεται σήμερα ισχυρά πλήγματα από την ίδια την ΕΕ η οποία σε συνεργασία και με άλλους ισχυρούς φορείς του διεθνούς κεφαλαίου αφαιρεί από την Ελλάδα τα θεμελιωδέστερα των δημοκρατικών δικαιωμάτων όπως αυτό της κυριαρχίας του κοινοβουλίου στην κατάρτιση της οικονομικής πολιτικής και του προϋπολογισμού. Η ΕΕ όχι μόνο δεν είναι οχυρό της δημοκρατίας αλλά είναι Ο κυρίαρχος μηχανισμός ευνουχισμού των θεμελιωδέστερων κανόνων της αστικής δημοκρατίας στην Ευρώπη. Όργανα και επιτροπές που δεν εκλέγονται από κανένα και δεν λογοδοτούν σε κανένα, παρά μόνο σε κλειστά κυκλώματα, επιβάλλουν τις αποφάσεις του στα εκλεγμένα εθνικά όργανα. Η βασική θεσμική λειτουργία της ΕΕ είναι ακριβώς η αντικατάσταση των αιρετών εθνικών οργάνων από ολιγαρχικά μη αιρετά υπερεθνικά και παντελώς ανεξέλεγκτα από τους λαούς.
Η βασική αυτή λειτουργία της υποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας και της επίφοβης λαϊκής κυριαρχίας από μη αιρετά εξωθεσμικά όργανα της οικονομικής ολιγαρχίας απέκτησε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Λέει ο Αμάτο:
«Γι αυτό προτιμώ να προχωρούμε αργά και να καταλύουμε βήμα βήμα την κυριαρχία εμποδίζοντας την απότομη μετάβαση από την εθνική εξουσία στην εξουσία της ομοσπονδίας και γιατί δε θα πρέπει να επιστρέψουμε στην προ τουHobbes εποχή; Ο μεσαίωνας έχει μια πλουσιότερη ανθρωπότητα και μια ποικιλία ταυτοτήτων που μπορεί να γίνει πρότυπο … Ο μεσαίωνας είναι ωραίος … σήμερα, όπως και τότε, μπαίνουν στην κοινωνία μας νομάδες.. σήμερα, όπως και τότε, υπάρχουν δυνάμεις χωρίς εδαφική κυριαρχία… Χωρίς κυριαρχία δε θα έχουμε ολοκληρωτισμό… Η δημοκρατία δε χρειάζεται κυρίαρχους.» Τζουλιάνο Αμάτο αντιπρόεδρος της «Ευρωπαϊκής σύμβασης»La Stampa 12 Ιουλίου 2000.
Όσον αφορά την αμυντική θωράκιση είναι μια απλή αστειότητα. Ποτέ στην ιστορία κανένας προστάτης δεν εγγυήθηκε την ακεραιότητα καμιάς χώρας. Μόνο οι δυνάμεις της ίδιας της χώρας είναι αυτές που μπορούν να υπερασπιστούν την ακεραιότητα της χώρας. Ούτως ή άλλως ο παραπάνω ισχυρισμός έχει καταντήσει απλό ανέκδοτο όπως φανερώνει η εμπειρία τριάντα χρόνων.
Ας περάσουμε τώρα στα οικονομικά οφέλη που προπαγάνδιζαν οι αστοί πολιτικοί και που ήταν και το σημαντικότερο επιχείρημά τους. Αυτό επικεντρωνόταν κυρίως στο ότι θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια λόγω των κοινοτικών εισροών και διότι θα υπήρχε πλέον μια αγορά τριακοσίων εκατομμυρίων, τότε, για τα ελληνικά προϊόντα και κυρίως για τα αγροτικά. Ας τα δούμε επομένως ένα ένα όπως πραγματικά διαμορφώθηκαν τα οικονομικά μεγέθη κατά τη διάρκεια των τριάντα αυτών χρόνων. Και ας αρχίσουμε από τις χρηματικές ροές από την ΕΕ προς την Ελλάδα, το θα φάμε με χρυσά κουτάλια δηλαδή. Οι χρηματικές δοσοληψίες μεταξύ Ελλάδος και Ε.Ε. φαίνονται στον επόμενο πίνακα και έχει καταρτιστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος .
Από τον πίνακα βλέπουμε πως κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι καθαρές μεταβιβάσεις από την ΕΕ προς την Ελλάδα κυμαίνονταν από 2,2 ως 2,4% του ΑΕΠ εκτός από τη δεκαετία του 1990 που ανήλθαν στο 4,2%. Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως οι κοινοτικές ενισχύσεις κατευθύνονταν μέσω στοχευμένων προγραμμάτων σε συγκεκριμένους τομείς και δίνονταν με όρους και προϋποθέσεις που απέκλειαν ουσιαστικά την αναδιάρθρωση της οικονομίας και ιδιαίτερα της παραγωγής. Για παράδειγμα στον αγροτικό τομέα το σύνολο σχεδόν των ενισχύσεων και των επιδοτήσεων δίνονταν σαν ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών και με στόχο τη μείωση της παραγωγής συγκεκριμένων τομέων και ιδιαίτερα αυτών που μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικοί προς τα προϊόντα των πιο αναπτυγμένων χωρών.
Οι πρώτες κοινοτικές επιδοτήσεις δίνονταν όχι για την ανάπτυξη της παραγωγής ή την αναπροσαρμογή της αλλά για το θάψιμο των προϊόντων σε χωματερές. Από τις αρχές του 2000 οι γεωργικές επιδοτήσεις δίνονται ανεξάρτητα τελείως από την παραγωγή και απλά αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο και σταθερό ποσό ανά εκμετάλλευση. Ιδιαίτερη προσοχή είχε δοθεί από την αρχή στους τομείς της κτηνοτροφίας βοοειδών, στην παραγωγή ζωοτροφών, στο μαλακό σιτάρι, στο βαμβάκι και στη ζάχαρη. Από την άλλη δίνονταν διάφορα κίνητρα και επιδοτήσεις για το άνοιγμα καφενείων και διαφόρων τέτοιων «επιχειρηματικών» κινήσεων. Τα αποτελέσματα στην ελληνική παραγωγή, αγροτική και βιομηχανική ήσαν δραματικά. Στα δύο επόμενα διαγράμματα βλέπουμε τη χρονική μεταβολή στην προστιθέμενη αξία στην αγροτική οικονομία και στη βιομηχανία στην Ελλάδα σαν ποσοστό του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα.
Στα διαγράμματα βλέπουμε την κατάρρευση της προστιθέμενης αξίας από την παραγωγή, αγροτική και βιομηχανική, σαν ποσοστό του ΑΕΠ από το 48% περίπου στο 23%. Στο τελευταίο διάγραμμα περιλαμβάνονται και οι κατασκευές. Αν αφαιρεθούν οι κατασκευές τότε η συμβολή της βιομηχανίας πέφτει στο μόλις 12 με 13%. Φυσικά για την εξέλιξη αυτή δεν ευθύνεται μόνο η ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Η τάση μείωσης της συμβολής της παραγωγής στο σχηματισμό του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών είναι γενικευμένη από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Στην Ελλάδα η τάση αυτή πήρε οξεία μορφή τόσο από την ένταξη στην ΕΕ όσο και από το χαρακτήρα της αστικής ελληνικής τάξης και από τον αντίστοιχο των πολιτικών εκπροσώπων της. Το τελικό αποτέλεσμα του συνόλου των παραπάνω μεταβολών, και για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, αποτυπώνεται στο επόμενο διάγραμμα όπου βλέπουμε την προστιθέμενη αξία ανά οικονομικό τομέα.
Από το διάγραμμα βλέπουμε πως η προστιθέμενη αξία από την βιομηχανία και τη γεωργία στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη αν εξαιρέσουμε τη Γαλλία, με τον εξαιρετικά διογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα και η ταυτόχρονη μείωση της συμβολής της παραγωγής στο σχηματισμό του είχαν σαν αποτέλεσμα την εκτίναξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Στον πίνακα και στο διάγραμμα που ακολουθούν μπορούμε να δούμε τη χρονική εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών από το 1960 ως σήμερα. Την ανάκαμψη των εξαγωγών που βλέπουμε σο διάγραμμα κατά το 2010 να μη τη λάβετε υπόψη σας. Είναι ψευδής. Οφείλεται κυρίως στο ότι πέρασαν το ανεφοδιασμό των πλοίων εντός της χώρας στις εξαγωγές για να φαίνεται πως αυξάνονται οι εξαγωγές. Μια φορά απατεώνας και καραγκιόζης για πάντα απατεώνας και καραγκιόζης.
Αν δούμε σε μικρότερο χρονικό διάστημα τις εξαγωγές και τις εισαγωγές θα πάρουμε το επόμενο διάγραμμα (οι τιμές σε δολάρια).
Αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών ήταν η εκτίναξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου όπως δείχνει και το διάγραμμα 6.
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παραπάνω;
1. Από τη δεκαετία του 1980 η ελληνική παραγωγή, αγροτική και βιομηχανική, άρχισε να συρρικνώνεται τόσο σαν ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτους αριθμούς. Η διαδικασία ήταν γενικευμένη σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες αλλά στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή πήρε δραματική διάσταση.
2. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ταχύτατη και βίαιη στροφή της ελληνικής οικονομίας στις υπηρεσίες είχαν σαν αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας.
3. Η υιοθέτηση του ευρώ είχε ακόμη δραματικότερα αποτελέσματα στο εμπορικό έλλειμμα. Η μείωση των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση είχαν σαν αποτέλεσμα το εμπορικό έλλειμμα να ανέλθει στο 18% του ΑΕΠ.
4. Το εμπορικό έλλειμμα καλυπτόταν μερικώς από το ισοζύγιο υπηρεσιών και το υπόλοιπο καλυπτόταν με δανεισμό τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα.
Ας περάσουμε τώρα να δούμε από πού προέρχονται οι εισαγωγές μας και προς τα πού κατευθύνονται οι εξαγωγές μας. Για να μπορέσουμε δηλαδή να απαντήσουμε, μέσα από τα δεδομένα και την πραγματική εμπειρία τριάντα χρόνων, αν υπήρχε όντως μια αγορά τριακοσίων εκατομμυρίων για τα ελληνικά προϊόντα ή αν αντίθετα μεταμορφωθήκαμε στους καλούς πελάτες των ευρωπαϊκών προϊόντων. Μια και το επιχείρημα αυτό είναι θεμελιώδες θα παραθέσω αρκετά, ίσως κουραστικά, δεδομένα για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών από το 1995 ως το 2006 κατά περιοχή προορισμού όπως δίνονται από την τράπεζα της Ελλάδος. Στους πίνακες μετά το διάγραμμα βλέπουμε τη διάρθρωση των ελληνικών εισαγωγών και εξαγωγών ανά κατηγορία προϊόντος.
Τα δεδομένα του διαγράμματος μας λένε πως οι εξαγωγές προς την ΕΕ των 15 είχαν μια ταχέως φθίνουσα πορεία. Από το 60% επί της αξίας των εξαγωγών το 1996 έπεσαν στο 51% μέσα σε μια δεκαετία. Η διαδικασία της μείωσης του ποσοστού των εξαγωγών που κατευθυνόταν προς τις χώρες της ΕΕ συνεχίστηκε και εντάθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 2000. Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της Ελλάδας ανά κατηγορία αγαθού και από το 2004 ως το 2011.
Ας περάσουμε τώρα να δούμε τις χώρες προορισμού των ελληνικών εξαγωγών αλλά και των εισαγωγών ανά χώρα στο επόμενο διάγραμμα για τα έτη 2004, 2010 και 2011.
Το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας ανά χώρα προορισμού κατά τη δεκαετία του 2000, για όσους θέλουν παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στον επόμενο πίνακα.
Προ μηνός διάβαζα σε ένα άρθρο στο Βήμα, το οποίο υπέγραφε μάλιστα και ένας καθηγητής οικονομικών, πως οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται σε ποσοστό 70% στην ΕΕ. Η προσπάθεια του εστιαζόταν να πείσει για τα οφέλη της ελληνικής οικονομίας και των εργαζόμενων από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ. Ο κ. καθηγητής δεν έδινε τις πηγές του. Επειδή εγώ δεν μπορώ να στηριχτώ, στους ανύπαρκτους τίτλους μου, και επειδή σέβομαι κι εσάς που με διαβάζεται αλλά και τον εαυτό μου όταν δίνω δεδομένα για να σας πείσω σας δίνω και τις πηγές μου. Είναι πράγματι όπως ισχυριζόταν ο κ. καθηγητής; Το σύνολο των παραπάνω μεταβολών είχαν σαν αποτέλεσμα οι εξαγωγές τις Ελλάδας να έχουν τους προορισμούς που βλέπουμε στον επόμενο πίνακα και στο διάγραμμα που ακολουθεί.
Ο κ. καθηγητής έλεγε ψέματα επομένως. Ή ήταν άσχετος ή έκανε προπαγάνδα ή, και το πιθανότερο, και τα δύο. Μόνο το 51,6% τον εξαγωγών της Ελλάδας είχε σαν προορισμό την ΕΕ και εξ αυτού μόνο το 35,7% τις χώρες της ευρωζώνης το 2011. Πριν τελειώσουμε με την παράθεση των δεδομένων και αρχίσουμε την εξαγωγή των συμπερασμάτων ας δούμε πως στα δύο επόμενα διαγράμματα τη διαχρονική εξέλιξη των εξαγωγών και των εισαγωγών της Ελλάδας ανά χώρα από το 1988 ως το 2007.
Στα δύο παραπάνω διαγράμματα παρακολουθούμε πάλι αυτό που ήταν αναμενόμενο από τα συνολικά δεδομένα για τις εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ. Ενώ οι εξαγωγές προς τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους εντός της ΕΕ παραμένουν σταθερές ή αυξάνονται ελάχιστα οι εισαγωγές αυξάνονται ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο ένταξης στην ΕΕ και εκτοξεύονται κατά τη δεκαετία του 2000, τη δεκαετία δηλαδή της υιοθέτησης του ευρώ.
Ας προσπαθήσουμε τώρα, μετά την παράθεση των στοιχείων, να απαντήσουμε στα ερωτήματα τα οποία θέσαμε στην αρχή.
1. Για λόγους, γεωγραφικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς και επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ο οικονομικός και εμπορικός χώρος της Ελλάδας είναι προνομιακά ο ευρωπαϊκός χώρος.
2. Καθώς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ελληνική οικονομία ανοιγόταν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό με την ένταξή της στην τότε ΕΕ η προστιθέμενη αξία σε αυτή προερχόταν σε ποσοστό πάνω από το 50% από την παραγωγή. Γεωργική και βιομηχανική.
3. Οι μεταβολές που συντελέστηκαν από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είχαν ως βασική συνιστώσα τη μείωση της συμμετοχής της παραγωγής στο σχηματισμό του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών.
4. Στην Ελλάδα η μείωση αυτή πήρε δραματική μορφή για να φτάσουμε κατά το 2010 η συμμετοχή της παραγωγής στο σχηματισμό του ελληνικού ΑΕΠ να ξεπερνά μόνο αυτό της Κύπρου και του Λουξεμβούργου.
5. Η ελληνική οικονομία βρισκόταν ένα στάδιο πιο πίσω από αυτή των πλέον αναπτυγμένων χωρών. Η έκθεσή της βιομηχανίας στον ανταγωνισμό, σε συνδυασμό με την απροθυμία της ελληνικής αστικής τάξης να επενδύσει στην καινοτομία, οδήγησαν τη βιομηχανική παραγωγή σε υποχώρηση και μαρασμό. Στον αγροτικό τομέα μια σειρά από ρυθμίσεις αποδυνάμωσαν στοχευμένα την παραγωγή. Οι βασικότερες από τις ρυθμίσεις αυτές είναι οι ποσοστώσεις, οι προνομιακές σχέσεις της κοινότητας με ανταγωνιστικές προς την ελληνική γεωργία χώρες, η επιλογή των επιδοτούμενων προϊόντων και η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή.
6. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών μελών της ΕΕ ήσαν από την αρχή ετεροβαρείς και η σχέση αυτή εντάθηκε σε τεράστιο βαθμό μετά την ένταξη στην ευρωζώνη.
7. Το εμπορικό έλλειμμα διογκωνόταν σαν αποτέλεσμα της όλο και μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών από την ΕΕ αλλά και λόγω της συνεχούς μείωσης του ποσοστού των εξαγωγών που είχαν προορισμό χώρες της ΕΕ. Έτσι φτάσαμε σήμερα οι περίφημες εισροές από την ΕΕ, και από τις οποίες θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια, απλά να είναι ίσες με το εμπορικό έλλειμμα των αγροτικών προϊόντων και μόνο.
8. Οι κυρίως ωφελημένες χώρες είναι αυτές του αναπτυγμένου βορά, και ιδίως η Γερμανία και η Ολλανδία, από τις οποίες φτάσαμε να εισάγουμε μέχρι και ελαιόλαδο και χυμό πορτοκαλιού. Δηλαδή προϊόντα που δεν παράγουν.
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Μετά τη διαπίστωση πως η αγορά των τριακοσίων εκατομμυρίων που περίμενε τα ελληνικά προϊόντα ήταν φενάκη και πως εκείνο που πραγματικά συνέβη ήταν να γίνουμε εμείς πελάτες τους τι κάνουμε; Η πλέον οικονομικά ορθολογική συμπεριφορά είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ και τις λεόντειες συμφωνίες της. Η ΕΕ δεν αλλάζει. Και δεν αλλάζει όχι γιατί δε θέλει αλλά γιατί δε μπορεί. Και δε μπορεί γιατί είναι δημιούργημα και εκφραστής του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών σχέσεων. Οι νόμοι του καπιταλισμού είναι αδήριτοι και λειτουργούν αλύπητα εντείνοντας την ανισόμετρη ανάπτυξη όταν ιδιαίτερα υπάρχει και νομισματική ακαμψία. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί ή για να αποτραπεί πρέπει να τσακιστούν τα εισοδήματα, τα κοινωνικά δικαιώματα και ο κοινωνικός μισθός των εργαζόμενων των χωρών με τα ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια. Η μετατροπή της ΕΕ σε ένωση των λαών σήμερα είναι μια ανοησία που δεν αξίζει καν κριτικής.
Μια όμως και η διαδικασία αποδέσμευσης είναι όχι μόνο δύσκολη αλλά και δεν έχει και τη λαϊκή συναίνεση τι μπορεί να γίνει σε ένα πρώτο χρόνο; Κατά τη γνώμη μου πρέπει να μπουν σε διαπραγμάτευση δυναμικά και από μηδενική βάση κάποιες από τις πλέον επαχθείς κοινοτικές ρυθμίσεις. Στον αγροτικό τομέα αυτές αφορούν τις ποσοστώσεις σε αγελαδινό γάλα και σε ζάχαρη και οι επιδοτήσεις των ζωοτροφών, η αναίρεση των προτιμησιακών σχέσεων με χώρες και για προϊόντα ανταγωνιστικά προς τα ελληνικά, η επανασύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή και η υιοθέτηση προγραμμάτων και πολιτικών για ποιοτικά προϊόντα. Η άτοκη ή χαμηλότοκη χρηματοδότηση για τη δημιουργία νέων γεωργικών συνεταιρισμών με στόχο τους την ποιοτική παραγωγή, τη συγκέντρωση, την μεταποίηση και την εμπορία αγροτικών προϊόντων όχι μόνο θα δημιουργήσουν τη βάση για την διατροφική επάρκεια της Ελλάδας αλλά και την παραγωγή και εξαγωγή αγροτικών ενώ παράλληλα θα βάλουν φραγμούς στην ασύδοτη κερδοσκοπία των μεσαζόντων.
Στο βιομηχανικό τομέα η μόνη πιθανότητα επενδύσεων εναπόκειται στο δημόσιο. Είναι αστείο να ισχυριστεί κάποιος πως θα επενδύσει ο ιδιωτικός τομέας στη βιομηχανική ανασυγκρότηση της οικονομίας στην Ελλάδα. Το βάρος επομένως πέφτει στο δημόσιο, στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις στον τομέα της μεταποίησης και στις δημόσιες επιχειρήσεις. Για να γίνει όμως αυτό δυνατό θα πρέπει να υπάρξουν εξαιρετικές ρήξεις με την ΕΕ και τις πολιτικές της περί ανταγωνισμού, ελευθερίας διακίνησης κεφαλαίων, ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων κ.λπ. Αν και οι παραπάνω προσπάθειες συγκερασμού της παραμονής στην ΕΕ και παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο το κατά πόσο θα έχουν κάποιο αποτέλεσμα, θα κάνουν φανερό σε κάθε καλόπιστο υποστηρικτή της θέσης για το συμφέρον της παραμονής στην ΕΕ πως αυτό δεν είναι κάτι άλλο παρά απλά μια ιδεοληψία.
Από τον τίτλο ήδη έχω αναφέρει τον ιδεοληπτικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από ένα μέρος του πολιτικού φάσματος και ιδιαίτερα αναφέρομαι στην αριστερά. Και για να είμαι ποιο σαφής αναφέρομαι στην πλειοψηφούσα άποψη στο ΣΥΡΙΖΑ. Λέει ο Σταθάκης:
Ποιες αλλαγές θεωρεί αναπόφευκτες στην Ευρώπη; «Θεμελιωδώς είμαστε υπέρ της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Η προσέγγιση φυσικά διατηρεί - σε αντίθεση με τη γερμανική πρόταση - τις βασικές μας σκέψεις για μια δημοκρατικά οργανωμένη Ευρώπη, άρα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πολύ ενισχυμένο σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία, μια Ευρώπη που δεν περιορίζεται στην ΟΝΕ αλλά έχει Κοινωνική Χάρτα, θεσμούς και μια αναπτυξιακή δομή πιο ισορροπημένη».
Δεν θα επεκταθώ εδώ στην κριτική της παραπάνω θέσης. Την έχει ήδη αποδημήσει ο Πουλαντζάς που μελετώντας θεωρητικά το ζήτημα της ΕΕ αποφαίνεται:
"Τι γίνεται από την πλευρά της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών χωρών; […] ενώ […] στην ουσία του ο αγώνας τους είναι διεθνής, η εθνική μορφή είναι εκείνη που προέχει. Τούτο, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζουν οι διάφορες ιδεολογίες της “παγκοσμιοποίησης” οφείλεται, κατά ένα μέρος, στην άνιση ανάπτυξη και στις συγκεκριμένες ιδιομορφίες του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, κατά συνέπεια σε γνωρίσματα που ανάγονται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού" (σελ. 96, 97).
"Δεν βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην εμφάνιση ενός νέου κράτους πάνω από τα έθνη, αλλά μάλλον σε διασπάσεις της εθνικής ενότητας που βρίσκονται στη βάση των υπαρχόντων εθνικών κρατών […] η διεθνοποίηση του κεφαλαίου επιφέρει περισσότερο ένα κομμάτιασμα του έθνους, όπως αυτό είχε σχηματιστεί ιστορικά, παρά μιαν υπερ-εθνικοποίηση του κράτους"
(Νίκος Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, μετ. N. Μηλιόπουλος, επιμ. Γ. Κρητικός, Θεμέλιο, Αθήνα 2001.σελ. 98-99).
Και συνεχίζει ο Έρικ Χομπσμπάουμ:
«Το έθνος-κράτος ήταν και παραμένει το πλαίσιο για όλες τις πολιτικές αποφάσεις, στη χώρα μας ή στο εξωτερικό. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η δράση των εργατικών κινημάτων --στην πράξη, όλες οι πολιτικές δραστηριότητες-- αναπτυσσόταν σχεδόν εξολοκλήρου στο πλαίσιο ενός κράτος. Ακόμα και εντός της Ε.Ε., η πολιτική εξακολουθεί να λειτουργεί με εθνικούς όρους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει υπερ-εθνική εξουσία δράσης -- μόνο ένας συνασπισμός χωριστών κρατών. Πιθανόν το φονταμενταλιστικό Ισλάμ να αποτελεί μια εξαίρεση, καθώς διεισδύει σε όλα τα κράτη, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί»
Η αλήθεια της παραπάνω πρότασης για τις πραγματικές διαθέσεις και πρακτικές της ΕΕ όπως αυτές διακηρύσσονται από επίσημα χείλη αρκεί το παρακάτω: «Αποφασίζουμε κάτι, το εφαρμόζουμε και περιμένουμε λίγο, να δούμε τι θα συμβεί… Αν δε γίνει μεγάλη φασαρία και εξέγερση, επειδή οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν τι έγινε τότε προχωρούμε βήμα βήμα μέχρι να μην υπάρχει πια τρόπος επιστροφής» Der Spiegel 1999 Jean Claude Juncker
Ο λόγος για τον οποίο κάνω λόγο για ιδεοληψία δεν έχει να κάνει μόνο με τα σκληρά δεδομένα και το τι αυτά λένε. Τα δεδομένα δε μπορούσαν να είναι διαφορετικά στη σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Εκείνο στο οποίο αναφέρομαι είναι κυρίως στο πως καθορίζεται και από ποιόν η κυρίαρχη πολιτική. Οι κυρίαρχες πολιτικές καθορίζονται από τις κυρίαρχες τάξεις. Από τη μεριά των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, των δυνάμεων δηλαδή εκείνων που αποδέχονται τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνιών και το ρόλο της ταξικής πάλης στις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές, η θεωρητική αλλά και η πρακτική προσέγγιση της πολιτικής πρέπει να λαμβάνει ισχυρά υπόψη της τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνιών και κατ’ επέκταση των κρατών και των θεσμών που δημιουργούνται από αυτά..
Αυτό δεν αποτελεί μια αμφιλεγόμενη μαρξιστική αρχή αλλά ένα καθολικά αποδεκτό επιστημονικό δεδομένο. Η παραπάνω αρχή τυγχάνει σχεδόν απόλυτης αποδοχής στην ιστορική μελέτη. Φυσικά εδώ μπαίνουν δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη είναι πως ο συσχετισμός των δυνάμεων τόσο μεταξύ των τάξεων αλλά και άλλο τόσο στο εσωτερικό του κεφαλαίου παίζουν σημαντικό κάθε φορά ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνικό πεδίο. Η δεύτερη παραδοχή είναι πως οι πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων δε βρίσκονται πάντα σε ασυμφωνία με το συνολικό κοινωνικό συμφέρον. Αυτό εξαρτάται από τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Στη σημερινή φάση του καπιταλισμού η άρχουσα αστική τάξη και κατ’ επέκταση και οι ασκούμενες από αυτή πολιτικές, όχι μόνο δεν εκπροσωπεί τα συνολικά κοινωνικά συμφέροντα αλλά έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με αυτά.
Κάτω από αυτή την οπτική στις ταξικά διαφοροποιημένες κοινωνίες δεν υπάρχει εξουσία και κράτη, υπό οποιαδήποτε μορφή, που να εξυπηρετεί και να βρίσκεται στην υπηρεσία όλου του λαού. Στον ίδιο ακριβώς βαθμό δεν υπάρχουν και οργανισμοί δημιουργούμενοι από τα παραπάνω κράτη που να εξυπηρετούν όλο ή όλους τους λαούς. Οι σύγχρονοι υπερεθνικοί οργανισμοί βρίσκονται κάτω από την ιδεολογική και πολιτική καθοδήγηση των τάξεων που κατέχουν την εξουσία.
Μπορούμε πάντως να δώσουμε την ευκαιρία σε όσους από την αριστερά πιστεύουν πως μπορούν να δημιουργήσουν εντός της ΕΕ ένα διαφορετικό πλαίσιο που θα αναδιατάξει και θα ανασυγκροτήσει την παραγωγή προς όφελος των εργαζόμενων να το επιχειρήσουν. Αν και πλέον ο χρόνος που απομένει για να το αποδείξουν τείνει στο μηδέν. Μπορεί να κάνω εγώ λάθος και τα δεδομένα να με παραπλανούν. Όλα όμως πρέπει να γίνουν στο φως, με στόχευση συγκεκριμένη, με πλάνο και χρονοδιάγραμμα για να μπορέσουν και οι λαϊκές μάζες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και ταυτόχρονα να πάρουν τη θέση που τους αρμόζει στην ιστορία τα πολιτικά υποκείμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου